ἐπίσκοτος

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A in the dark, darkened, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα, of the sun, prob. in Pi.Pae.9.5, dub.l.in Plu.Aem.17.

German (Pape)

[Seite 980] verfinstert, χώρα Plut. Aemil. 17, nach Reiske's Conj.; vgl. Pind. fr. 74, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκοτος: -ον, ὁ ἐν τῷ σκότει ὤν, ἐσκοτισμένος, παρελθοῦσα ἡ σελήνη τὴν ἐπ. χώραν (ἐπὶ ἐκλείψεως) Πλουτ. Αἰμίλ. 17· ἐντεῦθεν ὁ Ἕρμανν. διώρθωσεν ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα, ἐπὶ τῆς ἀκτῖνος τοῦ ἡλίου, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4, ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου ἐπισκόπτεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans l’ombre, obscur.
Étymologie: ἐπί, σκότος.

English (Slater)

ἐπίσκοτος, -ον
   1 darkened ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα (sc. ἀκτὶς ἀελίου: v. l. ἐπίσκοπον, -οπτον, -οπτεν; of the sun in eclipse) (Pae. 9.5)

Greek Monolingual

ἐπίσκοτος, -ον (Α) σκότος
αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι.

Greek Monotonic

ἐπίσκοτος: -ον, αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι, σκοτεινιασμένος, μαυρισμένος, σκυθρωπός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκοτος: погруженный в тьму, покрытый тенью (χώρα Plut.).