συνεκκόπτω

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A help to cut away, X.An.4.8.8.    2 excise also, Antyll. ap. Aët.7.74; τὴν πίστιν Plu.2.1101c.    3 cut off also, κλῆμα τὸ τοὺς βότρυας ἔχον συνεκκοπέντας Gloss.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich aushauen, abhauen, τὰ δένδρα Xen. An. 4, 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκόπτω: ἐκκόπτω ὁμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8· σ. τὴν πίστιν Πλούτ. 2. 1101C.

French (Bailly abrégé)

retrancher ou supprimer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκκόπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].

Greek Monotonic

συνεκκόπτω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, κόβω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκόπτω: 1) помогать вырубать (τὰ δένδρα Xen.);
2) одновременно искоренять (τὴν πίστιν Plut.).