στρέβλωσις

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A putting to the torture, J.AJ19.1.5, Plu. 2.1070b.

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, das Foltern od. Martern; Plut. adv. stoic. 24; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

στρέβλωσις: -εως, ἡ, βάσανος, βασανισμός, «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - ὡσαύτως στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
torture.
Étymologie: στρεβλόω.

Russian (Dvoretsky)

στρέβλωσις: εως ἡ пытка Plut.