βασανισμός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, torture: ὁ γὰρ Κορίνθιος (sc. οἶνος) βασανισμός ἐστι Alex.290, cf. Apoc.9.5.
Spanish (DGE)
(βᾰσᾰνισμός) -οῦ, ὁ
tormento, tortura ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς LXX 4Ma.11.2, βασανισμοὺς ὑπομείναντες LXX 4Ma.9.6, ὁ β. αὐτῶν ὡς β. σκορπίου Apoc.9.5, β. καὶ πένθος Apoc.18.7, cf. 14.11, 18.10, fig. ὁ γὰρ Κορίνθιος (οἶνος) βασανισμός ἐστι Alex.290.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, Folterung, Marter, Alexis bei Ath. I p. 30 f; N.T.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασανισμός -οῦ, ὁ βασανίζω foltering.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσᾰνισμός: ὁ мучение, страдание NT.
English (Abbott-Smith)
βασανισμός, -οῦ, ὁ (< βασανίζω), [in LXX: IV Mac 9:6 11:2*;]
torture, torment: Re 9:5 14:11 18:7, 10, 15.†
English (Strong)
from βασανίζω; torture: torment.
English (Thayer)
βασανισμοῦ, ὁ (βασανίζω, which see);
1. a testing by the touchstone or by torture.
2. torment, torture;
a. the act of tormenting: ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν the smoke of the fire by which they are tormented, βασανισμός by Alexis in Athen. 1,56, p. 30f.)
Greek Monolingual
ο (Α βασανισμός) βασανίζω
μαρτύριο, κάκωση, επώδυνη ταλαιπωρία.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσᾰνισμός: ὁ, βάσανον, τιμωρία, ὁ γάρ Κορίνθιος(ἐνν. οἶνος) βασανισμός ἔστι Ἄλεξ. ἐν Ἀδηλ. 23.
Chinese
原文音譯:basanismÒj 巴沙你摩士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:嚴酷考驗(著)
字義溯源:痛苦,刑訊;源自(βασανίζω)=受苦);而 (βασανίζω)出自(βάσανος)*=試金石,痛苦)
出現次數:總共(6);啓(6)
譯字彙編:
1) 痛苦(5) 啓9:5; 啓9:5; 啓18:7; 啓18:10; 啓18:15;
2) 受痛苦(1) 啓14:11
French (New Testament)
tourment ; torture ; agonie