ὀμιχέω

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A v. ὀμείχω.

German (Pape)

[Seite 332] das Wasser lassen, pissen; Hes. O. 729; D. L. 8, 17. Vgl. ὀμίχω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμῑχέω: οὐρῶ, κατουρῶ, μηδ’ ἀντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμῑχεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725 (μνημονεύεται παρὰ Διογ. Λ. 8. 17, ἔνθα φέρεται μιχεῖν): ἀόρ. ὤμιξα (ἐξ ἐνεστ. ὀμίχω), ὤμιξεν αἷμα Ἱππῶναξ 46. (Ἐκ τῆς √ΜΙΧ, μετ’ εὐφων. ὀ-· ὅθεν καὶ ὄμιχμα, ὀμίχλη, καὶ μοῖχος· πρβλ. Σανσκρ. mih, meh-âmi (mingo, semen, effundo), meh-as (urina), mêgh-as (aqua turbida, nubes)· Λατιν. ming-o, mei-o (δηλ. migi-o), mic-tus· Ἀρχ. Σκανδιναυικ. mîg-a· Ἀγγλο-Σαξον. mig-an· Λιθ. myz-u (mingo)· ὁ Κούρτ. ὡσαύτως ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὸ Γοτθ. maih-stus (κοπρία), Ἀγγλο-Σαξον. meox (πρβλ. Βορ. Ἀγγλ. mixen, midden, muck, Ἀρχ. Σκανδ. moka)· Λιθ. migla, κτλ.).

Greek Monotonic

ὀμῑχέω: Λατ. mingo, ουρώ, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀμῑχέω: испускать мочу, мочиться Hes., Diog. L.