λογώδης

Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ες,

   A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M.    II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.

Greek (Liddell-Scott)

λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.

Greek Monolingual

λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.

Russian (Dvoretsky)

λογώδης: Arst. = λογοειδής.