προστακτέον

Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A one must order, X.Hier.9.3; π. ὅπως . . Pl.R. 527c.

Greek (Liddell-Scott)

προστακτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προστάξῃ, Ξεν. Ἱέρων 9. 3· πρ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 527C.

Russian (Dvoretsky)

προστακτέον: adj. verb. к προστάσσω.