κρατησιβίας

Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A = κραταίβιος, Pi.Fr.16.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτησιβίας: ὁ, ῥωμαλέος, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 18, ἴδε ἐν λέξ. κραταίβιος.

English (Slater)

κρατησιβίας
   1 victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.

Greek Monolingual

κρατησιβίας, ὁ (Α)
ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυ-βίας, υψι-βίας].

Russian (Dvoretsky)

κρᾱτησῐβίᾱς: adj. m побеждающий (своей) силой, т. е. могучий Pind.