εὐανάτρεπτος

Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A easy to upset, actiones Cic.Att.2.14.1, cf.Heph.Astr.Praef.; easily refuted, Iamb.Protr.21.κ.    2 Medic., 'shaky', Gal.18(1).605; but τὸ τῆς σαρκὸς εὐ. mobility, Id.UP1.7.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht umzukehren, umzustoßen, Cic. Att. 2, 14, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάτρεπτος: -ον, εὐκόλως ἀνατρεπόμενος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 14, 1, Γαλην. τ. 12. σ. 407C, Ἰαμλ. Προτρ. σ. 149, 4, κλ.

Greek Monolingual

εὐανάτρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα
2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα
3. ιατρ. ο φιλάσθενος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον
(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-τρεπτος (< ανα-τρέπω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνάτρεπτος: без труда опрокидываемый, т. е. непрочный (actiones Cic.).