ευπάθεια

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) ευπαθής
(για νόσους) η έλλειψη αντοχής του οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου»)
νεοελλ.
(για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η ευαισθησίαευπάθεια βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)
αρχ.
1. απόλαυση αγαθών, ησυχία, άνεση, ευμάρεια
2. στον πληθ. αἱ εὐπάθειαι
α) τέρψη, τρυφή, αισθητική ηδονή, απόλαυση
β) ορεκτικό εδώδιμο, λίχνευμα, άρτυμα, ηδυντικό
γ) (στους Στωικούς) ευχάριστη διάθεση
3. ψυχική ανακούφιση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση
4. ευεργεσία
5. (για πρόσωπα) η ιδιότητα του να συλλαμβάνει κανείς εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις
6. (για πράγματα) το να παθαίνει ένα πράγμα εύκολα κάτι, η αλλοίωση
7. φρ. α) «εὐπαθείας ἐπιτηδεύω» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσεις
β) «ἐν εὐπαθείαις εἰμί» — διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, βρίσκομαι σε ευθυμία.