ἐπίρρικνος

Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, `

   A fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.
Étymologie: ἐπί, ῥικνός.

Greek Monolingual

ἐπίρρικνος, -ον (Α) ρικνός
αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίρρικνος: -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρρικνος: несколько сухопарый, худощавый (σκήλη Xen.).