βυσσομέτρης

Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A measuring the deeps, epith. of a fisherman, AP6.193 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, Tiefenmesser, Flacc. 4 (VI, 193), vom Fischer.

Greek (Liddell-Scott)

βυσσομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν τὰ βάθη, ἐπίθ. τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. II. 6. 193.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui explore les abîmes de la mer en parl. d’un pêcheur.
Étymologie: βυσσός, μετρέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medidor del fondo del marde un pescador AP 6.193 (Stat.Flacc.).

Greek Monotonic

βυσσομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τα βάθη της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βυσσομέτρης: ου adj. m мерящий глубины (вод) (ἁλιεύς Anth.).