αἰγλάεις

Revision as of 09:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

contr. αἰγλᾶς, Dor. for αἰγλήεις.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγλάεις: συνῃρ. αἰγλᾶς, Δωρ. ἀντὶ αἰγλήεις.

English (Slater)

αἰγλᾱεις
   1 gleaming, shining ἐπὶ γὰρ Ἑρμᾶς αἰγλάεντα τίθησι κόσμον (sc. τοῖς ἵπποις.) (P. 2.10) “κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)

Spanish (DGE)

αἰγλᾶς v. αἰγλήεις.

Greek Monotonic

αἰγλάεις: συνηρ. αἰγλᾶς, Δωρ. αντί αἰγλήεις, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγλάεις: дор. = αἰγλήεις.