Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
P. and V. λαμπρός, Ar. and V. φαεννός, παμφαής, αἴθων, V. φαιδρός, εὐαγής (Plato also but rare P.), φλογώψ, φλογωπός, φαεσφόρος, πύρπολος, εὐφεγγής, καλλιφεγγής, σελασφόρος, ἀστραπηφόρος.
variegated: P. and V. ποικίλος, Ar. and V. αἰόλος.