αἰγλήεις
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
αἰγλήεσσα, αἰγλήεν, dazzling, radiant, in Hom. always αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il.1.532, Od.20.103; Κλάρος αἰγλήεσσα h.Ap.40; πῶλοι αἰ. h.Hom.32.9: neut. as adverb, αἰγλῆεν στίλβουσι ib.31.11:—Dor. αἰγλάεις, contr. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν… θυσάνῳ Pi.P.4.231; αἰγλᾶντα κόσμον ib.2.10; αἰγλᾶντα σώματα E.Andr.285 (lyr.).
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dor. αἰγλάεις Pi.Pi.2.10, 4.231; contr. αἰγλᾶς Alcm.3.66, E.Andr.285; lacon. Αἰγλάηρ Hsch.
brillante Ὄλυμπος Il.1.532, 13.243, Od.20.103, Hes.Fr.Sel.10a.89, Luc.Dom.9, del Sol h.Hom.31.11, de los caballos de la luna h.Hom.32.9, αἰγλά[ε] ντος ... ὠρανῶ Alcm.3.66, cf. A.R.4.615, Orph.Fr.243.12, πόντος B.Fr.20B.14, χρυσός Lyr.Adesp.9, κόσμος Pi.P.2.10, κῶας Pi.P.4.231
•resplandeciente de los dioses αἰγλήεντα σώματα E.Andr.285, de Claro consagrada a Apolo h.Ap.40, Ἠώς A.R.1.519, ἀνάκτορον IG 22.3709.10 (III d.C.), como epít. de Asclepio, Hsch., de objetos o miembros divinos ἱμάσθλη Nonn.D.38.302, πόδες Nonn.D.41.233.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: αἴγλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγλήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. αἰγλᾱ́εις, contr. αἰγλᾶς αἴγλη stralend, schitterend.
German (Pape)
εσσα, εν, glänzend, Hom. dreimal, ἀπ' αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il. 1.532, 13.243, Od. 20.103; – Pind. αἰγλᾶντα κόσμον P. 2.10, κῶας αἰγλᾶεν 4.231; Eos Qu.Sm. 1.826.
Russian (Dvoretsky)
αἰγλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. αἰγλάεις, άεσσα, ᾶεν (λᾱ), стяж. αἰγλᾶς блистающий, сияющий, лучезарный (Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγλήεις: εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω πάντοτε αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 31. 11: - Δωρ. αἰγλάεις, συνῃρ. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, αὐτόθι 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).
English (Autenrieth)
radiant, resplendent, epithet of Olympus.
Greek Monotonic
αἰγλήεις: -εσσα, -εν, εκτυφλωτικός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός, γυαλιστερός, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[from αἴγλη
dazzling, radiant, lustrous, Hom.
Léxico de magia
-εν resplandeciente de Helios χαῖρε, ..., Ἠέλιε ... οὐρανοφοῖτα, αἰγλήεις te saludo, Helios, que frecuentas el cielo, resplandeciente P II 89