κυαμευτός

Revision as of 09:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A chosen by beans, i.e. by lot, X.Mem.1.2.9, etc.; κ. ψηφοφορίαι voting by beans, Plu.2.12e.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμευτός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. ψηφοφορία, ψηφοφορία διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désigné ou décidé par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κυαμεύω.

Greek Monolingual

κυαμευτός, -η, -όν (Α) κυαμεύω
1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.)
2. (για ψηφοφορία) αυτή που γίνεται με κυάμους, με κουκιά («κυαμευταὶ γὰρ ἦσαν ἔμπροσθεν αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κυᾰμευτός: -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμευτός: 1) избранный с помощью бобов (κυβερνήτης Xen.);
2) осуществляемый посредством бобов (ψηφοφορία Plut.).