μῶρον
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
German (Pape)
[Seite 226] τό, = μόρον, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
μῶρον: τό тж. pl.
1 безумие, безрассудство Eur.;
2 безрассудная вещь, нелепое желание, неразумное слово (μῶρα φρονεῖν, δρᾶν Soph.; βουλεύεσθαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μῶρον: τό, = μόρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 7. ― Κατὰ Κόντον (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 565) πλημμελὴς ὁ διὰ τοῦ ω τύπος.