Λάκων

Revision as of 09:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ,

   A a Laconian or Lacedaemonian, prop. of men, as Λάκαινα of women (Phryn.321), Pi.P.11.16, Hdt.7.161, Th.3.5, Ar. Ach.303, etc. (never in Trag.): also as Adj., Laconian, λόγος S.Fr. 176; πέπλοι AP6.292 (Hedyl.).    II Λάκων, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.

Greek (Liddell-Scott)

Λάκων: [ᾰ], -ωνος, κάτοικος Λακωνικῆς, κυρίως ἐπὶ ἀνδρός, τὸ δὲ Λάκαινα ἐπὶ γυναικὸς (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Πινδ. Π. 11. 24, Ἀριστοφ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Λακωνικός, λόγος Σοφ. Ἀποσπ. 186· πέπλος Ἀνθ. Π. 6. 292· πρβλ Λοβεκ. Φρύνιχ. 341· θηλ. Λάκαινα, ὃ ἴδε. ΙΙ. Λάκων, ὁ βόλος τις τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
de Lacédémone, lacédémonien.

English (Slater)

Λᾰκων
   1 Spartan Λάκωνος Ὀρέστα (cf. (N. 11.34) ) (P. 11.16)

Greek Monotonic

Λάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ,
I. κάτοικος της Λακωνικής ή Λακεδαιμόνιος (λέγεται για άνδρα), όπως Λάκαινα (λέγεται για γυναίκα), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.
II. ως επίθ., Λακωνικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Λάκων: ωνος (ᾰ) adj. m лаконский, лакедемонский, спартанский Pind., Arst. etc.
ωνος ὁ лаконец, лакедемонянин, спартанец Pind., Arst. etc.