οὐδαμοῦ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός,
A = οὐδαμόθι, nowhere, answering to ποῦ; where? A. Supp.329, 442, al., Hdt.2.150, al., Th.1.3, etc.: also c. gen., οὐ. γῆς Hdt.7.166; οὐ. μὲν οὖν φρενῶν E.Hipp.1012: freq. f.l. for οὐδαμοῖ (q.v.).
2 οὐ. λέγειν τινά to esteem as naught, S.Ant.183; θεοὺς… νομίζων οὐ. A.Pers.498; οὐδαμοῦ εἶναι to be non-existent, Pl.Phd. 70a; οὐδαμοῦ ἂν φαίνοιτο would be 'nowhere', 'not in the running', ib.72c, cf. Grg.456b, D.18.310, 19.116; δειλοὶ δ' εἰσὶν οὐδὲν οὐ. E.IT115; cf. μηδαμοῦ.
II of Manner, ἄλλοθι οὐ. in no other way, Pl.Smp. 184e, Prt.324e.
German (Pape)
[Seite 408] dem ποῦ entsprechend, nirgend wo, nirgends; Her. 2, 150; auch c. gen., οὐδαμοῦ γῆς, nirgends auf der Erde, 7, 166; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦκαταστροφή, Aesch. Suppl. 437; κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, 466; θεοὺς δέ τις τὸ πρὶν νομίζων οὐδαμοῦ, d. i. sie gar nicht achtend, meinend, daß sie nirgends seien, Pers. 490; vgl. Soph. κοὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐμφανής, O. R. 908, u. τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω, Ant. 183, ich achte ihn gar nicht; δειλοί εἰσιν οὐδὲν οὐδαμοῦ, Eur. I. T. 115; u. in Prosa überall, οὐδαμοῦ ὁρῶ Σωκράτη ἑπόμενον Plat. Conv. 174 e, ἐγὼ δὲ οὐδαμοῦ οὐδ' ἐνταῦθα ὁμολογῶ Prot. 350 e; mit gehäufter Negation, νῦν δὲ οὐ γάρ ἐστιν οὐδαμοῦ οὐδαμῶς, Legg. IX, 875 d; – c. gen., γῆς, Rep. IX, 542 b; – ἄλλοθι οὐδαμοῦ, auf keine andere Weise, z. B. λύεται ἡ ἀπορία, Prot. 524 e, oft; u. an die obigen Beispiele der Tragg. sich anschließend, οὐδαμοῦ ἂν φανῆναι τὸν ἰατρόν, Gorg. 456 c, wie μὴ οὐδαμοῦ ἔτι ᾖ, Phaed. 70 a, nirgends sein, für Nichts zu halten sein, Nichts bedeuten; vgl. bes. Dem. 18, 310. – An einigen Stellen scheint es ungenau für οὐδαμόσε zu stehen, wie die Griechen oft das Resultat einer Bewegung zu dem Verbum, welches diese ausdrückt, setzten, οὐδαμοῦ εἴα αὐτοὺς ἀποσκεδάννυσθαι, Xen. Hell. 5, 4, 42, nirgends wohin sich zerstreuen, fällt mit dem »nirgends sich zerstreuen« zusammen; vgl. ἀποδραίημεν ἂν οὐδαμοῦ ἐνθένδε, An. 6, 1, 16.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 nulle part, en aucun lieu (sans mouv., qqf avec mouv.);
2 nullement : οὐδαμοῦ νομίζω ESCHL je compte pour rien, etc.
Étymologie: οὐδαμός.
Russian (Dvoretsky)
οὐδᾰμοῦ: adv.
1 нигде: οὐ. γῆς Her. нигде решительно; οὐ. φρενῶν Eur. не в своем уме;
2 никуда Xen.;
3 никак: ἄλλοθι οὐ. Plat. никаким другим способом, не иначе; οὐ. λέγειν τινά Soph. ни во что не ставить кого-л.; οὐ. εἶναι или φαίνεσθαι Plat. ничего собой не представлять.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμοῦ: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, = οὐδαμόθι, ἐν οὐδενὶ τόπῳ, ἐν ἀποκρίσει πρὸς τὸ ἐρωτημ. ποῦ; Ἡρόδ. 2. 150, κ. ἀλλ., παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328, 442, κ. ἀλλ., Θουκ. κλ.· οὐδαμοῦ γῆς Ἡρόδ. 7. 166· οὐδαμοῦ μὲν ἦν φρενῶν Εὐρ. Ἱππ. 1012· συχνάκις κατὰ παραφθορὰν ἀντὶ τοῦ οὐδαμοῖ (ὃ ἴδε). 2) οὐδαμοῦ λέγειν τινά, θεωρεῖν ὡς μηδέν, περιφρονεῖν, Λατ. nullo in loco habere, Σοφ. Ἀντ. 183· θεούς... νομίζων οὐδ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 498· οὐδαμοῦ (μηδαμοῦ) εἶναι, φαίνεσθαι, ὡς τὸ τοῦ Κικέρωνος ne apparere quidem, ἀνάξιος νὰ «ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν», Πλάτ. Φαίδων 70Α, 72 C, Δημ. 376· 21· δειλοὶ δ’ εἰσὶν οὐδὲν οὐδαμοῦ Εὐρ. Ι. Τ. 115· - πρβλ. μηδαμοῦ. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, ἄλλοθι οὐδαμοῦ, κατ’ οὐδένα ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Συμπ. 184Ε, Πρωτ. 324Ε.
Greek Monolingual
(Α οὐδαμοῦ)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῦ γῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κατ' ουδένα τρόπο, ουδαμώς
2. φρ. α) «οὐδαμοῦ λέγω τινά» — θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό
β) «οὐδαμοῦ νομίζω» — δεν παραδέχομαι καθόλου
γ) «οὐδαμοῦ εἰμι» ή «οὐδαμοῦ φαίνομαι» — δεν λαμβάνομαι καθόλου υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμού)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμοῦ: επίρρ. του οὐδαμός = οὐδαμόθι,
I. 1. πουθενά, ως απάντηση στο ποῦ;πού; σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν., οὐδαμοῦ γῆς, σε Ηρόδ.· οὐδαμοῦ ἦν φρενῶν, σε Ευρ.
2. οὐδαμοῦ λέγειν τινά, θεωρώ κάποιον μηδενικό, Λατ. nullo in loco habere, σε Σοφ.· ομοίως, θεοὺς νομίζων οὐδαμοῦ, σε Αισχύλ.· οὐδαμοῦ (ή μηδαμοῦ) εἶναι, φαίνεσθαι, όπως το ne apparere quidem του Κικέρωνα, δεν λαμβάνομαι υπ' όψιν, θεωρούμαι ανυπόληπτος, σε Πλάτ.
II. λέγεται για τρόπο, ἄλλοθι οὐδαμοῦ, με κανέναν άλλο τρόπο, στον ίδ.
Middle Liddell
[adverb of οὐδαμός, = οὐδαμόθι
I. nowhere, answering to ποῦ; where? Hdt., Thuc., etc.; c. gen., οὐδαμοῦ γῆς Hdt.; οὐδαμοῦ ἦν φρενῶν Eur.
2. οὐδαμοῦ λέγειν τινά to esteem as naught, Lat. nullo in loco habere, Soph.; so, θεοὺς νομίζων οὐδ. Aesch.; οὐδ. (or μηδαμοῦ) εἶναι, φαίνεσθαι, like Cicero's ne apparere quidem, not to be taken into account, Plat.
II. of Manner, ἄλλοθι οὐδαμοῦ in no other way, Plat.
Lexicon Thucydideum
nusquam, nowhere, 1.3.3, 1.86.1, 2.47.3, 3.33.3, 4.55.1, 6.61.7.