κεραυνοσκοπία
English (LSJ)
ἡ,
A divination by thunder and lightning, D.S. 5.40.
German (Pape)
[Seite 1423] ἡ, Beobachtung u. Deutung des Donners, D. Sic. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοσκοπία: ἡ, μαντεία διὰ τῶν ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, Διόδ. 5. 40.
Greek Monolingual
κεραυνοσκοπία, ἡ (Α)
μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπιά (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο-σκοπία, οιωνο-σκοπία].
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοσκοπία: ἡ наблюдение за молниями, т. е. гадание по молниям Diod.