διαστείβω

Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A go through, across, ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4.    II trample on, τινά Nonn.D.36.239.

German (Pape)

[Seite 603] hindurch schreiten, Pind. frg. 242; τινά, niedertreten, Nonn. D. 36, 239.

Greek (Liddell-Scott)

διαστείβω: διέρχομαι διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239.

English (Slater)

διαστείβω
   1 go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.

Spanish (DGE)

1 atravesar, cruzar ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.Fr.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.D.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.D.23.187.
2 pisar, hollar ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.D.32.250
fig., en teol. acuñar φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.Cat.Ep.Hebr.1.8 (p.355).
3 pisotear, atropellar διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete Nonn.D.36.239.

Greek Monolingual

διαστείβω (Α)
1. προχωρώ διά μέσου
2. καταπατώ.

Russian (Dvoretsky)

διαστείβω: проходить, проплывать (ναῒ θοᾷ Pind.).