παράλευκος

Revision as of 09:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A partly white, Arist.HA524a6, Str.4.4.6.

German (Pape)

[Seite 487] weiß daneben, mit Weiß gemischt; Arist. H. A. 4, 1; Ath. VII, 319 f.

Greek (Liddell-Scott)

παράλευκος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ λευκόν, ἐν μέρει λευκός, «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι εν μέρει λευκός, ασπρειδερός.

Russian (Dvoretsky)

παράλευκος: беловатый, белесоватый Arst.