Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -ό
αυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) -ερός (πρβλ. μαυρειδερός)
η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].