κεγχρώδης

Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ες,

   A millet-like, of eruptions, Hp.Liqu.6, Epid.2.3.1; of plants, Thphr.HP8.3.3, 4; σάρξ granulated tissue, Archig. ap. Orib. 46.26.1.

German (Pape)

[Seite 1410] ες, = κεγχροειδής, Ath. II, 53 d III, 82 f u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρώδης: -ες, = κεγχροειδής, Ἱππ. 427. 7, 1020C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 3.

Greek Monolingual

κεγχρώδης, -ῶδες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φρ. «κεγχρώδης σαρξ» — σπειρωτή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχρώδης -ης [κέγχρος] gierstachtig. Hp.