κορυζώδης

Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ες,

   A suffering from catarrh, ἀπὸ κεφαλῆς Hp.Epid. 6.3.3, cf. 2.3.11.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠζώδης: -ες, πάσχων ἐκ κορύζης, κατάρρου, ἀπὸ κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. 1175Α.

Greek Monolingual

κορυζώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυζώδης -ες [κόρυζα] verkouden.