καταβρόχω

Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. ao. καταβρόξειε;
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, *βρόχω.

Greek Monolingual

καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. -βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βρόχω alleen aor. opt. καταβρόξειε, opdrinken:. ὃς τὸ καταβρόξειεν wie dat (drankje) opdrinkt Od. 4.222.