βρόχω
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
A gulp down, only aor. 1 ἔβροξα AP9.1 (Polyaen.), subj. βρόξῃ (βρώξῃ codd.) ib.11.271, inf. βρόξαι· ῥοφῆσαι, Hsch.: used by Hom. only in compds.,
1 ἀναβρόξαι, swallow again, suck down again, ἀλλ' ὅτ' ἀναβρόξειε… ἁλμυρὸν ὕδωρ, opp. ὅτ' ἐξεμέσειε, of Charybdis, Od.12.240; πάντας ἀναβρόξασα A.R.4.826; ἅλις ἀναβέβροχεν (Zenod., -βέβρυχεν vulg.) ὕδωρ has drunk up water enough, Il.17.54:—Pass., ὕδωρ ἀπολέσκετ' ἀναβροχέν Od.11.586.
2 καταβρόξαι gulp down (καταβρόξαι· καταπιεῖν, Hsch.), ὃς τὸ καταβρόξειε whoever swallowed the potion, Od.4.222: aor. part. Pass. καταβροχθείς Lyc.55: misspelt κατα-βρώξῃ Id.742, -βρώξειε D.P.604, -βρώξας A.R.2.271.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. sigm.]
engullir, tragar ἔβροξε γάλα AP 9.1 (Polyaen.), δείδιθι καὶ σὺ ... μὴ σὲ καὶ αὐτὴν βρώξῃ AP 11.271
•βρόξαι· ῥοφῆναι Hsch.
• Etimología: Término de origen expresivo y rel. c. βρόγχος, βράγχος, etc.
German (Pape)
[Seite 465] ἔβροξε γάλα, schlürfen, Polyaen. 4 (IX, 1), vgl. ἀναβρόξειε u. καταβρόξειε.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. 3ᵉ sg. ἔβροξε;
avaler.
Étymologie: DELG cf. βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
βρόχω: (только aor. ἔβροξα) всасывать, отхлебывать (γάλα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βρόχω: ῥοφῶ, καταπίνω (Ἡσύχ. βρόξαι· ῥοφῆσαι), ῥίζα εὑρισκομένη μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ ἔβροξα Ἀνθ. Π. 9. 1· ― ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν συνθέσ. 1) ἀναβρόξαι, καταπίνω ἐκ νέου, ἐκ νέου μυζῶ, ἀλλ’ ὅτ’ ἀναβρόξειε…ἁλμυρὸν ὕδωρ, ἀντίθ. τῷ ὃτ’ ἐξεμέσειε, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, Ὀδ. Μ. 240· πάντας ἀναβρόξασα, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 826· καὶ ἐν τῷ παθ., ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585· ― ἐν Ἰλ. Ρ. 54, ὁ Ζηνόδοτος ἀνεγίνωσκεν ἅλις ἀναβέβροχεν ὕδωρ (ἐνν. ὁ χῶρος), κατέπιεν ἱκανὸν ὕδωρ (ἔνθα ἡ κοινὴ γραφὴ ἀναβέβρυχεν). 2) καταβρόξαι, νὰ ἀναρροφήσῃ (καταβρόξαι, καταπιεῖν Ἡσύχ.), ὃς τὸ καταβρόξειε, ὅστις καταπίῃ τὸ ποτὸν τοῦτο, Ὀδ. Δ. 222· παθ. ἀόρ. μετοχ. καταβροχθεὶς Λυκόφρ. 55· ― οἱ τύποι καταβρώξῃ ὁ αὐτ. 742, -βρώξειε Διον. ΙΙ. 604, -βρώξας Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 271 πρέπει πιθανῶς νὰ διορθωθῶσιν εἰς καταβρόξῃ, -βρόξειε, -βρόξας· διότι ὁ ἀόρ. α΄ τοῦ βιβρώσκω εἶναι ἔβρωσα, οὐχὶ ἔβρωξα· πρβλ. καταβροχθίζω.
Greek Monotonic
βρόχω: καταπίνω, ρουφώ· ρίζα που βρίσκεται μόνο στον αόρ. αʹ ἔβροξα, σε Ανθ.· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στα σύνθετα.
1. ἀναβρόξαι, ξανακαταπίνω, ρουφώ πάλι· ὅτ' ἀναβρόξειε ὕδωρ, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.· και στη μτχ. του Παθ. αορ. βʹ, ὕδωρ ἀναβροχέν, στο ίδ.
2. καταβρόξαι, να αναρροφήσει· ὃς τὸ καταβρόξειε, όποιος καταπίνει το ρόφημα αυτό, στο ίδ.
Middle Liddell
to gulp down, a Root only found in aor1 ἔβροξα, Anth.:—used by Hom. only in compds.,
1. ἀναβρόξαι, to swallow again, suck down again, ὅτ' ἀναβρόξειε ὕδωρ, of Charybdis, Od.; and in aor2 part. pass., ὕδωρ ἀναβροχέν Od.
2. καταβρόξαι, to gulp down, ὃς τὸ καταβρόξειε whoever swallowed the potion, Od.