πολύσπλαγχνος

Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A of great mercy, Ep.Jac.5.11.

German (Pape)

[Seite 673] sehr mitleidig, N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπλαγχνος: -ον, = πολυεύσπλαγχνος, Ἐπιστ. Ἰακώβου ε΄, 11, Θεόδ. Στουδ. σ. 615.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très miséricordieux.
Étymologie: πολύς, σπλάγχνον.

English (Strong)

from πολύς and σπλάγχνον (figuratively); extremely compassionate: very pitiful.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].

Greek Monotonic

πολύσπλαγχνος: -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πολύσπλαγχνος: весьма милосердный NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend.