περίχολος

Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A full of bile, διαχωρήματα Hp.Prorrh.1.53, Coac. 590.

German (Pape)

[Seite 601] voll Galle, sehr gallig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περίχολος: -ον, πλήρης χολῆς, διαχωρήματα Ἱππ. Προρρ. 72, πρβλ. 217Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά-χολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίχολος -ον [περί, χολή] vol gal. Hp.