συγκαταθάπτω
English (LSJ)
A bury along with, Hdt.2.81, 5.92.ή, Lys.2.60.
German (Pape)
[Seite 964] (s. θάπτω), mit begraben; Her. 2, 81; Lys. 2, 60; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταθάπτω: καταθάπτω ὁμοῦ μετά τινος, Ἡρόδ. 2. 81., 5. 92, 7, Λυσί. 196, 12.
French (Bailly abrégé)
ensevelir avec ou en même temps que, τινά τινι.
Étymologie: σύν, καταθάπτω.
Greek Monolingual
Α καταθάπτω
θάβω μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α καταθάπτω
θάβω μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συγκαταθάπτω: μέλ. -ψω, θάβω βαθιά μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταθάπτω samen (met...) begraven, met acc. en dat.