θάβω
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω)
1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω
2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές
νεοελλ.
1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, το σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία»)
2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και δυσερεύνητο
3. κακολογώ κάποιον έντονα και δόλια
4. φρ. «άμα δεν μιλάς, σε θάβουν ζωντανό» — σε αδικούν και σε παραμερίζουν, αν δεν διεκδικείς τα δικαιώματα σου
νεοελλ.-μσν.
προξενώ μεγάλη βλάβη σε κάποιον με τις ενέργειες ή τα λόγια μου
αρχ.
αποτεφρώνω («πυρὶ θάπτειν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάπτω.