τροφόεις

Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εσσα, εν, (τρέφω)

   A well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).

Greek (Liddell-Scott)

τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. τρόφις.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v. l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

τροφόεις: -εσσα, -εν (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής· απ' όπου, μεγάλος, πελώριος, λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.