καλοθρεμμένος

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-η, -ο τρέφω
(για ανθρώπους ή ζώα και για καρπούς, κυρίως σιτηρών) θρεμμένος καλά, εύσαρκος, παχύς, ευτραφής.