χρυσεοστέφανος

Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A f.l. for χρυσοστέφανος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1379] = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοστέφᾰνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἀντὶ χρυσοστέφανος, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοστέφανος: Eur. v. l. = χρυσοστέφανος.