χρυσοστέφανος

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοστέφᾰνος Medium diacritics: χρυσοστέφανος Low diacritics: χρυσοστέφανος Capitals: ΧΡΥΣΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: chrysostéphanos Transliteration B: chrysostephanos Transliteration C: chrysostefanos Beta Code: xrusoste/fanos

English (LSJ)

χρυσοστέφανον, gold-crowned, Φοίβη Hes.Th.136; κόρα E.Ion1085 (lyr., χρυσεοστέφανος codd.); epithet of Hebe, Hes.Th.17, Pi.O.6.57; of Aphrodite, h.Hom.6.1, Sapph 9; χρυσοστέφανα ἄεθλα in which the prize was a crown of gold, Pi.O.8.1.

German (Pape)

[Seite 1382] goldumkränzt, mit goldenem Kranze, goldener Krone; H. h. 5, 1; Hes. Th. 17. 136; Beiwort der Hebe, Pind. Ol. 6, 57 P. 9, 113; ἄεθλα Ol. 13, 1; κόρη Eur. Ion 1085; Osiris, Ep. ad. (App. 281); ἱππεῖς Pol. 31, 3,6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne d'or, couronné d'or.
Étymologie: χρυσός, στέφανος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοστέφᾰνος:
1 с золотым венком на голове (Ἀφροδίτη HH, Sappho; Ἣβα Pind.; κόρη Eur.);
2 награжденный золотым венком (ἱππεύς Polyb.);
3 дающий золотой венок победителю (ἄεθλα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοστέφανος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν στέφανον. Ὕμν. Ὁμ. 5. 1, Ἡσ. Θεογ. 17, 136· κόρα Εὐρ. Ἴων. 1085· ἀπὸ τοῦ Ἡσ. καὶ ἑξῆς, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἥβης, Bockh Expl. Pind. O. 6. 57· τῆς Ἀφροδίτης, Σαπφὼ 10· χρ. ἄεθλα, ἀγῶνες, ἐν οἶς ὡς βραβεῖον προὔκειτο στέφανος χρυσοῦς, Πινδ. Ο. 8. 1.

English (Slater)

χρῡσοστέφᾰνος, -ον crowned with gold χρυσοστεφάνοιο Ἥβας (O. 6.57) χρυσοστεφάνου δέ Ἥβας (P. 9.109) μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία (O. 8.1)

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοστέφανος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσεοστέφανος, -ον, Α
στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοστέφανος
το φωτοστέφανο τών αγίων στις εικόνες
αρχ.
(για αγώνες) αυτός κατά τον οποίο δίνεται χρυσό στεφάνι ως βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + στέφανος (πρβλ. χαλκοστέφανος)].

Greek Monotonic

χρῡσοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με χρυσό, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· χρυσοστέφανα ἄεθλα, αγώνες στους οποίους το έπαθλο ήταν στεφάνι από χρυσό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χρῡσο-στέφᾰνος, ον,
gold-crowned, Hes., Eur., etc.; χρ. ἄεθλα in which the prize was a crown of gold, Pind.