χρυσεοστέφανος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
χρυσεοστέφανον, f.l. for χρυσοστέφανος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1379] = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοστέφᾰνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἀντὶ χρυσοστέφανος, ὃ ἴδε.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοστέφανος: Eur. v.l. = χρυσοστέφανος.