v. κύων.
κύνα, ἡ (Μ)σκύλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].
κύνα: αιτ. του κύων.
κύνα acc. sing. van κύων.
κύνα: acc. к κύων.