ἀρυστρίς
English (LSJ)
[ᾰ], ίδος, ἡ,
A = ἀρύταινα, AP6.306 (Aristo).
German (Pape)
[Seite 364] ίδος, ἡ, Löffel (s. ἀρυτήρ), Ariston. 1 (VI, 306).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρυστρίς: -ίδος, ἡ, = ἀρύταινα, Ἀνθ. Π. 6. 306· γράφεται καὶ ἀρυστίς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8345.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
cazo para la salsa de la carne AP 6.306 (Aristo).
Greek Monotonic
ἀρυστρίς: -ίδος, ἡ, = ἀρύσταινα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρυστρίς: ίδος (ᾰ) ἡ ковш или уполовник Anth.