κιτών

Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, Dor. (esp. Sicil.) for χιτών, Sophr.35; also POxy. 1269.30(ii A.D.), etc.:—Dim. κιτώνιον, τό, PTeb.406.14(iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ion. u. dor. = χιτών.

Greek (Liddell-Scott)

κῐτών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. (ἰδίως Σικελ.) ἀντὶ τοῦ χιτών, Koen Γρηγ. σ. 341.

Greek Monolingual

κιτών, -ῶνος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του χιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών με απώλεια της δασύτητας].

Russian (Dvoretsky)

κῐτών: ῶνος ὁ дор. = χιτών.