ητος, ἡ,
A v. πραότης.
[Seite 697] ητος, ἡ, Sanftheit, Sp. Gebräuchlicher ist πραότης.
from πραΰς; mildness, i.e. (by implication) humility: meekness.
-ητος, ἡ, Αβλ. πραότητα.
πραΰτης -ητος, ἡ zie πραότης.