ζῦθος
English (LSJ)
ου, ὁ (also -εος, τό, Thphr. (v. infr.), D.S. (v. infr.)), an Egyptian kind of
A beer, brewed with barley, Thphr.CP6.11.2, Dsc.2.87, Str.17.1.14, D.S.1.34, etc.; cf. ζῦτος. 2 beer of northern nations, Posidon.15J., Str.3.3.7, D.S.5.26. (The word was used in Egypt acc. to Thphr. l.c., etc.: written ζυτο- (q. v.) in the older Pap.: freq. accented ζύθος in codd., but ζῦθος Phot., ζῡ- in verse, Poet. ap. D.Chr.32.82, Colum.10.116.)
Greek (Liddell-Scott)
ζῦθος: -ου, ὁ, ἢ -εος, τό, (ἴδε ζέω) εἶδος αἰγυπτιακοῦ ζύθου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 11, 2, Διοσκ. 2. 109, Στράβ. 799, Διόδ. 1. 34, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77· δοτ. ζύτῳ (οὕτω) ἐν Αἰθιοπικῇ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16. 2) ὁ ζῦθος τῶν βορείων ἐθνῶν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152C, Στράβ. 155· ἴδε κοῦρμι.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
bière.
Étymologie: DELG pê emprunt à l’égyptien, pê mot grec apparenté à ζύμη.
2ους (τό) :
c. ζῦθος.
Russian (Dvoretsky)
ζῦθος: εος τό ячменный напиток, брага (род египетского пива) Diod.