συμπερασματικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.
adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.
συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.