συμπερασματικῶς
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.