συμπερασματικῶς

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.

Russian (Dvoretsky)

συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.