συμπέρασμα

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέρασμα Medium diacritics: συμπέρασμα Low diacritics: συμπέρασμα Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Transliteration A: sympérasma Transliteration B: symperasma Transliteration C: symperasma Beta Code: sumpe/rasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A finishing, end, Ocell.1.3, Hierocl. in CA 20p.463M., Eust.73.27, etc.; τοῦ ἐνιαυτοῦ, τῶν ἑορτῶν, Ph.2.298, 278; of a letter, Jul.Ep.183.
II in Logic, conclusion in a syllogism, Arist.APr.30a5, 42a5 sq., Top.155b23, al., Stoic.2.78, Gal.15.550,633.
2 subject of the conclusion, Arist.APr.53a17.
III Math., conclusion of a proposition, Procl. in Euc. p.75 F., al., Hero *Deff.136.13.

German (Pape)

[Seite 986] τό, Vollendung, Beendigung, Beschluß; Plut. adv. Stoic. 2; τῆς ἀποδείξεως, de εἰ apud Delph. 6; bes. in der Logik, Schlußfolge, Arist. top. 8, 1 u. öfter, eth. 1, 8, 1, vgl. S. Emp. pyrrh. 2., 136.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conclusion d'un syllogisme.
Étymologie: συμπεραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπέρασμα -ατος, τό [συμπεραίνω] conclusie (van een syllogisme).

Russian (Dvoretsky)

συμπέρασμα: ατος τό умозаключение, вывод Arst.: τὰ ἀντικείμενα τῶν συμπερασμάτων Plut. противоположные выводы.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμπεραίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα ἀναγκαῖον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
πόρισμα συζήτησης, μελέτης ή έρευνας («τα γεγονότα διέψευσαν τα συμπεράσματα τών ειδικών»)
μσν.-αρχ.
αποπεράτωση, λήξησυμπέρασμα τοῦ ἐνιαυτοῦ», Φίλ.)
αρχ.
μαθ. το πόρισμα μιας πρότασης.

Greek Monotonic

συμπέρασμα: -ατος, τό, κατάληξη, αποπεράτωση, συμπέρασμα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέρασμα: τό, ἀποπεράτωσις, τέλος, τὸ συμπέρασμα τῆς μεταβολῆς Ὄκελλος Λευκανὸς 1. 3, Εὐστ., κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ συμπέρασμα συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 8, 3., 1. 25, 2 κἑξ., Τοπ. 8. 1, 3, κ. ἀλλ. 2) ἡ ἐν τῷ συμπεράσματι ἔννοια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 1, 4.

Middle Liddell

συμπέρασμα, ατος, τό, [from συμπεραίνω
a conclusion, Arist.