ψυκτήριος

Revision as of 12:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

α, ον,

   A cooling, ψ. πτερά, i. e. fans, Achae.10, cf. Hp.Loc.Hom.27.

German (Pape)

[Seite 1402] kühlend, abkühlend, erquickend, Hes. frg. 47, 8, wie Aesch. frg. 134 u. Eur. bei Ath. XI, 503 c, ὑποσκίοισιν εν ψυκτηρίοις.

Greek (Liddell-Scott)

ψυκτήριος: -α, -ον, ψυκτικός, δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ψυκτήρ
αυτός που παρέχει δροσιά, δροσιστικός.

Russian (Dvoretsky)

ψυκτήριος: дающий тень, тенистый (δένδρεα Eur.).