ψυκτήριος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
α, ον, cooling, ψ. πτερά, i.e. fans, Achae.10, cf. Hp.Loc.Hom.27.
German (Pape)
[Seite 1402] kühlend, abkühlend, erquickend, Hes. frg. 47, 8, wie Aesch. frg. 134 u. Eur. bei Ath. XI, 503 c, ὑποσκίοισιν εν ψυκτηρίοις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυκτήριος -α -ον [ψυκτήρ] verkoelend.
Russian (Dvoretsky)
ψυκτήριος: дающий тень, тенистый (δένδρεα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ψυκτήριος: -α, -ον, ψυκτικός, δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α ψυκτήρ
αυτός που παρέχει δροσιά, δροσιστικός.