δυσήκεστος

Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to heal or cure, Hp.Fract.29, AP3.19 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu heilen; Hippocr.; vgl. Anth. III, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δυσήκεστος: -ον, δυσθεράπευτος, δυσίατος, Ἱππ. Ἀγμ. 770, Ἀνθ. Π. 3. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἀκέομαι.

Spanish (DGE)

v. δυσάκεστος.

Greek Monolingual

δυσήκεστος, -ον (Α)
δύσκολος να θεραπευθεί.

Greek Monotonic

δυσήκεστος: -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυσήκεστος: досл. с трудом исцелимый, перен. с трудом утолимый (κάματοι Anth.).