poét. c. ἀνάδημα.
ἄνδημα 1 head band met. ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον.) fr. 179.
v. ἀνάδημα.
ἄνδημα: ατος τό Pind. = ἀνάδημα.