παγκληρία

Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A entire possession, property, estate, inheritance, A.Ch.486, S.Fr.915, E. Ion814, Supp.14.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ, die ganze Erbschaft, Habe; Aesch. Ch. 479; Soph. frg. 774; Eur. Suppl. 14 Ion 814; sp. D., wie Lycophr. 592.

Greek (Liddell-Scott)

παγκληρία: ἡ, πλήρης κληρονομία, σύμπασα ἡ κατὰ κληρονομίαν ληφθεῖσα περιουσία, Αἰσχύλ. Χο. 486, Σοφ. Ἀποσπ. 774, Εὐρ. Ἴων. 814, Ἱκέτ. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
héritage entier.
Étymologie: πάγκληρος.

Greek Monolingual

παγκληρία, ἡ (Α) πάγκληρος
ολόκληρη η περιουσία που προέρχεται από κληρονομιά, πλήρης κληρονομία.

Greek Monotonic

παγκληρία: ἡ, ολόκληρη η κληρονομιά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παγκληρία: ἡ все наследие или достояние Trag.