ἐνδακρύω

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A weep in or with, ἐ. ὄμμασι suffuse them with tears, A.Ag. 541.

German (Pape)

[Seite 831] beweinen, ὥςτ' ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο Aesch. Ag. 527.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδακρύω: χύνω δάκρυα, ἐμπίπλαμαι, πληροῦμαι δακρύων, ὥστ’ ἐνδακρύειν γ’ ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 541.

French (Bailly abrégé)

pleurer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, δακρύω.

Spanish (DGE)

llorar ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο A.A.541.

Greek Monolingual

ἐνδακρύω (Α)
χύνω δάκρυα, πλημμυρίζω από δάκρυα.

Greek Monotonic

ἐνδακρύω: μέλ. -σω, χύνω δάκρυα, θρηνολογώ· ἐνδ. ὄμμασι, πλημμυρίζω τα μάτια με δάκρυα, δακρύζω, κλαίω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδακρύω: проливать слезы (ὄμμασι Aesch.).